καταρρεπής

English (LSJ)

καταρρεπές, = ἑτερορρεπής, Hsch.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui penche.
Étymologie: καταρρέπω.

German (Pape)

ές, sich abwärts, auf eine Seite neigend, ἑτερορρεπής erkl. Hesych.

Russian (Dvoretsky)

καταρρεπής: склоняющийся (вниз), т. е. обращенный, направленный (πρός τι Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

καταρρεπής: -ές, ῥέπων πρὸς τὰ κάτω, κατωφερής, ἢ καὶ πρὸς τὸ ἕτερον μέρος κλίνων, διὸ ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει: «ἑτερορρεπὴς ἢ ἑτεροκλινής».

Greek Monolingual

καταρρεπής, -ές (Α) καταρρέπω
αυτός που ρέπει, που γέρνει προς τα κάτω ή που γέρνει προς το ένα μέρος, ο ετεροκλινής.