κατθέμεθα
English (LSJ)
v. κατατίθημι.
French (Bailly abrégé)
1ᵉ pl. ao.2 Moy. épq. sync. de κατατίθημι.
Greek Monotonic
κατθέμεθα: -θέσθην, Επικ. βʹ και γʹ πληθ. Μέσ. αορ. βʹ του κατα-τίθημι.
v. κατατίθημι.
1ᵉ pl. ao.2 Moy. épq. sync. de κατατίθημι.
κατθέμεθα: -θέσθην, Επικ. βʹ και γʹ πληθ. Μέσ. αορ. βʹ του κατα-τίθημι.