κηρίς

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, = κιρρίς, Diph.Siph. ap. Ath.8.355d, Alex.Trall.7.1, 8.2, al.

German (Pape)

[Seite 1433] ίδος, ἡ, = κιῤῥίς, ein Fisch, Ath. VIII, 355 c.

Greek (Liddell-Scott)

κηρίς: -ίδος, ἡ, = κιρρίς, παρ’ Ἀθην. 355C.

Greek Monolingual

κηρίς, -ίδος, ἡ (Α)
είδος ψαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως < κηρός λόγω του χρώματος του ψαριού. Ίσως όμως και να πρόκειται για δ. γρφ. του κιρρίς].