κινητοποίηση
Greek Monolingual
η
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του κινητοποιώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κινητοποιώ. Η λ., στον λόγιο τ. κινητοποίησις, μαρτυρείται από το 1840 στο Λεξικόν Νομοτεχνικόν Ιταλοελληνικόν].
η
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του κινητοποιώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κινητοποιώ. Η λ., στον λόγιο τ. κινητοποίησις, μαρτυρείται από το 1840 στο Λεξικόν Νομοτεχνικόν Ιταλοελληνικόν].