κισσοφορώ

Greek Monolingual

κισσοφορῶ, αττ. τ. κιττοφορῶ, -έω (Α) κισσοφόρος
1. στολίζομαι με κισσό
2. πιθ. (για τραγικούς υποκριτές, δηλ. ηθοποιούς) βρίσκομαι σε βακχικό ενθουσιασμό.