κλεπτοτρόφος

Greek (Liddell-Scott)

κλεπτοτρόφος: ὁ, ὁ θηρεύων πρόσκλησιν εἰς δεῖπνον διὰ παντοίων τεχνασμάτων, Σουΐδ. ἐν λέξ. δειπνολόχος.