κομμίζω

English (LSJ)

to be like gum, κ. τῇ ὄψει καὶ τῇ δυνάμει Dsc.1.64.

German (Pape)

[Seite 1478] wie Gummi aussehen, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

κομμίζω: φαίνομαι ὡς κόμμι, Διοσκ. 1. 77. σ. 97.

Greek Monolingual

κομμίζω (Α) κόμμι
έχω όψη κόμμεως.