κρηνίον

English (LSJ)

τό, = κρηνίδιον, Inscr.Délos 290.75 (iii BC), Str. 3.4.17, IGRom. 4.1657 (Almura).

Greek Monolingual

κρηνίον, τὸ (Α) κρήνη
κρηνίδιον.