ποτήρια, Hsch.
[Seite 1541] erkl. Hesych. ποτήρια. S. κώθων.
κῶθα (Α)(κατά τον Ησύχ.) «ποτήρια».[ΕΤΥΜΟΛ. < κώθων «είδος ποτηριού με μικρές λαβές και παχύ στόμιο»].