λαμυρίς
From LSJ
οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλὰ ἠγέρθη → He is not here, but is risen
English (LSJ)
-ίδος, ἡ,
A = λωγάνιον, Sch.Luc.Lex.3.
German (Pape)
[Seite 14] ίδος, ἡ, = λωγάνιον, gehol. Luc. Lexiph. 3.
Greek (Liddell-Scott)
λαμυρίς: ἡ, = λωγάνιον, Σχόλ. εἰς Λουκ. Λεξιφ. 3.
Greek Monolingual
λαμυρίς, -ίδος, ἡ (Α)
το λιπαρό δέρμα που κρέμεται από τον λαιμό τών βοδιών, αλλ. λωγάνιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με το επίθ. λαμυρός.