[Seite 20] u. λαψοῦμαι, dor. = λήψομαι, fut. zu λαμβάνω.
λαψεῦμαι: и λαψοῦμαι дор. fut. к λαμβάνω.
λαψεῦμαι: ἢ -ουμαι, Δωρ. μέλλ. τοῦ λαμβάνω, Θεόκρ.
λαψεῦμαι: ή λαψοῦμαι, Δωρ. αντί λήψομαι, μέλ. του λαμβάνω.