λαψεῦμαι

From LSJ

οὐ σύ με λοιδορεῖς, ἀλλ᾿ ὁ τόπος → it is not thou who mockest me, but the roof on which thou art standing (Aesop)

Source

German (Pape)

[Seite 20] u. λαψοῦμαι, dor. = λήψομαι, fut. zu λαμβάνω.

Russian (Dvoretsky)

λαψεῦμαι: и λαψοῦμαι дор. fut. к λαμβάνω.

Greek (Liddell-Scott)

λαψεῦμαι: ἢ -ουμαι, Δωρ. μέλλ. τοῦ λαμβάνω, Θεόκρ.

Greek Monotonic

λαψεῦμαι: ή λαψοῦμαι, Δωρ. αντί λήψομαι, μέλ. του λαμβάνω.