λαψεῦμαι

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501

German (Pape)

[Seite 20] u. λαψοῦμαι, dor. = λήψομαι, fut. zu λαμβάνω.

Russian (Dvoretsky)

λαψεῦμαι: и λαψοῦμαι дор. fut. к λαμβάνω.

Greek (Liddell-Scott)

λαψεῦμαι: ἢ -ουμαι, Δωρ. μέλλ. τοῦ λαμβάνω, Θεόκρ.

Greek Monotonic

λαψεῦμαι: ή λαψοῦμαι, Δωρ. αντί λήψομαι, μέλ. του λαμβάνω.