λευχηπατίας

English (LSJ)

-ου, ὁ, = λευκηπατίας, Suid.

German (Pape)

[Seite 36] = λευκηπατίας, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

λευχηπᾰτίας: -ου, ὁ, = λευκηπατίας, Σουΐδ.

Greek Monolingual

λευχηπατίας και λευκηπατίας, ὁ (Α) αυτός που έχει «άσπρο» συκώτι, δηλ. ο δειλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)- + ἡπατίας (< ἧπαρ, -ατος)].