λιθοφορέω
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
carry stones, Th.6.98.
German (Pape)
[Seite 46] Steine tragen, Thuc. 6, 98.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
porter une pierre ou des pierres.
Étymologie: λιθοφόρος.
Russian (Dvoretsky)
λῐθοφορέω: перетаскивать камни Thuc.
Greek (Liddell-Scott)
λῐθοφορέω: φέρω λίθους, «κουβαλῶ», Θουκ. 6. 98.
Greek Monotonic
λῐθοφορέω: μέλ. -ήσω, κουβαλάω πέτρες, σε Θουκ.
Middle Liddell
λῐθοφορέω, fut. -ήσω
to carry stones, Thuc. [from λῐθοφόρος]