μεγάλα

French (Bailly abrégé)

pl. neutre de μέγας.

Russian (Dvoretsky)

μεγάλα:
1 pl. n к μέγας;
2 ион. = μεγάλη;
3 adv. = μεγάλως.

English (Woodhouse)

(see also: μέγας) greatly, loudly