τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
pl. neutre de μέγας.
μεγάλα:
1 pl. n к μέγας;
2 ион. = μεγάλη;
3 adv. = μεγάλως.
(see also: μέγας) greatly, loudly