μεγαλόπλευρος

German (Pape)

[Seite 107] großseitig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μεγαλόπλευρος: -ον, ὁ ἔχων μεγάλας πλευράς, Κ. Μανασσ. Χρον. 4864.

Greek Monolingual

μεγαλόπλευρος, -ον (M)
αυτός που έχει μεγάλες πλευρές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + πλευρά.