μελάγγεως
English (LSJ)
ων, gen. ω, = μελάγγαιος.
German (Pape)
[Seite 117] att. dasselbe, Theophr.
Greek Monolingual
μελάγγεως, -ων (ΑM)
βλ. μελάγγειος.
ων, gen. ω, = μελάγγαιος.
[Seite 117] att. dasselbe, Theophr.
μελάγγεως, -ων (ΑM)
βλ. μελάγγειος.