μελισσοβύζαχτος

From LSJ

θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)

Source

Greek Monolingual

-η, -ο- (για τα λουλούδια) αυτός από τον οποίο βυζαίνουν, απομυζούν οι μέλισσες χυμό («κρυφές μελισσοβύζαχτες καρδούλες», Παλαμ.).