Γέρων ἐραστὴς ἐσχάτη κακὴ τύχη → Senex amator ultimum infortunium → Das größte Unglück ist ein greiser Liebhaber
[Seite 147] poet. = μετά.
μεταί: ποιητ. ἀντὶ μετά, ὃ ἴδε.
μεταί (Α)(ποιητ.τ.) βλ. μετά.
μεταί: ποιητ. αντί μετά.