μεταί

From LSJ

Γέρων ἐραστὴς ἐσχάτη κακὴ τύχη → Senex amator ultimum infortunium → Das größte Unglück ist ein greiser Liebhaber

Menander, Monostichoi, 90

German (Pape)

[Seite 147] poet. = μετά.

Greek (Liddell-Scott)

μεταί: ποιητ. ἀντὶ μετά, ὃ ἴδε.

Greek Monolingual

μεταί (Α)
(ποιητ.τ.) βλ. μετά.

Greek Monotonic

μεταί: ποιητ. αντί μετά.