μετεωρογραφία
Greek Monolingual
η
η μελέτη και περιγραφή τών μετεώρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετεωρογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1799 στον 'Ανθ. Γαζή].
η
η μελέτη και περιγραφή τών μετεώρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετεωρογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1799 στον 'Ανθ. Γαζή].