μούσμουλο

Greek Monolingual

το
ο καρπός της μουσμουλιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. μούσπουλον, με αφομοιωτική τροπή του -π- σε -μ- και του -ε- σε -ου- < μέσπουλον < αρχ. μέσπιλον «μούσμουλο»].