Dor. for μυθίζω.
μῡθίσδω: дор. = μυθίζω.
μυθίσδω: Δωρ. ἀντὶ μυθίζω.
μυθίσδω (Α)(δωρ. τ.) βλ. μυθίζω.
μυθίσδω: Δωρ. αντί μυθίζω.