μυθίσδω

English (LSJ)

Dor. for μυθίζω.

Russian (Dvoretsky)

μῡθίσδω: дор. = μυθίζω.

Greek (Liddell-Scott)

μυθίσδω: Δωρ. ἀντὶ μυθίζω.

Greek Monolingual

μυθίσδω (Α)
(δωρ. τ.) βλ. μυθίζω.

Greek Monotonic

μυθίσδω: Δωρ. αντί μυθίζω.