μυοσφαιρίνη

Greek Monolingual

η
(βιοχ.) χρωμοπρωτεΐδη του μυϊκού ιστού παραπλήσια με την αιμοσφαιρίνη, αλλ. μυογλοβίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο σύνθ., γαλλ. myoglobine (< μυς, μυός «όργανο του σώματος» + globine < λατ. globus «θρόμβος»].