νάρφη
English (LSJ)
ἡ, a fancy loaf, = μασιτρίς, Hsch. νᾶς, ἡ, Dor. for ναῦς. νάσθη, v. ναίω. νᾱσιώτας, α, ὁ, Aeol. and Dor. for νησιώτης. νάσκαφθον, τό, v. νάρκαφθον.
Greek (Liddell-Scott)
νάρφη: «σκευαστὸς ἄρτος, ὁ καὶ μασιτρὶς» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
νάρφη (Α) (κατά τον Ησύχ.) «σκευαστὸς ἄρτος, ὃ καὶ μασιτρίς».
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: σκευαστός ἄρτος ὁ καὶ μασητρίς H.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unknown.