ναυσοίκητος

English (LSJ)

ναυσοίκητον, occupied by ships, Sch.Opp.H.5.461.

German (Pape)

[Seite 232] fehlerhafte Form, Schol. Opp. Hal. 5, 461.

Greek Monolingual

ναυσοίκητος, -ον (Α)
αυτός που κατέχεται από πλοία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ ναυσί του ναῦς «πλοίο» + οἰκῶ].