νουμμουλίτης

Greek Monolingual

ο
(παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος τρηματοφόρων που ανήκει στην οικογένεια nummulidae και που έζησε από το παλαιόκαινο ώς το ηώκαινο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. nummulite < νεολατ. Nummulites < λατ. nummulus, υποκορ. του nummus «νόμισμα»].