ντρεζίνα
Greek Monolingual
η
μικρό τετράτροχο σιδηροδρομικό όχημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. draisine < γερμ. Draisine < Karl von Drais, επών. Γερμανού εφευρέτη].
η
μικρό τετράτροχο σιδηροδρομικό όχημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. draisine < γερμ. Draisine < Karl von Drais, επών. Γερμανού εφευρέτη].