ξέχασμα

From LSJ

οὐδείς ἑκὼν πονηρὸς οὐδ' ἄταν ἔχων → no one is willingly wretched or unlucky

Source

Greek Monolingual

το
ξεχασιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ξεχασ- (πρβλ. αόρ. ξέχασ-α) του ξεχνώ + κατάλ. -μα].