ξανθομάλλης
From LSJ
Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch
Greek Monolingual
-α, -ικο, θηλ. και ξανθομαλλούσα και ξανθομάλλω και ξανθομαλλού
αυτός που έχει ξανθά μαλλιά, ξανθόμαλλος.