οιωνοτροφεύς

From LSJ

Γύμναζε παῖδας· ἄνδρας οὐ γὰρ γυμνάσεις → Exerce pueros: non exercebis virum → Mit Kindern übe, denn mit Männern ist's zu spät

Menander, Monostichoi, 104

Greek Monolingual

οἰωνοτροφεύς, ὁ (Α)
(για δένδρο) αυτός που τρέφει πτηνά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰωνός + τροφεύς (< τρέφω)].