ορυζάλευρο

Greek Monolingual

και ρυζάλευρο, το
αλεύρι παρασκευασμένο από αποφλοιωμένα σπέρματα ρυζιού, το ρυζάλευρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < όρυζα + αλεύρι].