οστεογραφία
Greek Monolingual
η
ανατ. κλάδος της ανατομίας ο οποίος έχει ως αντικείμενο τη μελέτη τών οστών, οστεολογία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. osteography < ὀστέον / ὀστοῦν + -γραφία. Η λ. μαρτυρείται από το 1809 στο Λεξικόν Γαλλικής Γλώσσης του Γρ. Ζαλίκογλου].