οφθαλμοβολή

From LSJ

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482

Greek Monolingual

η
βλέμμα, ματιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οφθαλμός + βολή.Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στον Γρ. Ξενόπουλο].