οὐνομαίνω

French (Bailly abrégé)

ion. c. ὀνομαίνω.

Greek Monolingual

οὐνομαίνω (Α)
ιων. τ. βλ. ονομαίνω.

German (Pape)

ion. = ὀνομαίνω, Her. 2.178, 4.47.