= πεῖσμα 3, Hsch.
[Seite 603] τό, = πεῖσμα, Hesych.
πέσμα: τό, ἴδε πεῖσμα Ι. 2.
τὸ, Αο μίσχος.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με το πείσμα (II)].