παιητέον

English (LSJ)

(παίω)
A one must strike, Hsch. (παικτέον cod.).
II Adj. παιητέος, α, ον, to be struck, knocked at, ἡ θύρα π. Men.Epit.535.

Greek (Liddell-Scott)

παιητέον: ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ παίω (παιήσω), «πληκτέον» Ἡσύχ.: Ἀντίγραφ. παικτέον.