πανικόβλητος
Greek Monolingual
-η, -ο πανικοβάλλομαι
αυτός που έχει κυριευθεί από πανικό είτε εξαιτίας ενός υπαρκτού είτε εξαιτίας ενός φανταστικού ή αναμενόμενου γεγονότος, τρομοκρατημένος, υπερβολικά φοβισμένος.
-η, -ο πανικοβάλλομαι
αυτός που έχει κυριευθεί από πανικό είτε εξαιτίας ενός υπαρκτού είτε εξαιτίας ενός φανταστικού ή αναμενόμενου γεγονότος, τρομοκρατημένος, υπερβολικά φοβισμένος.