πανόργιλος

German (Pape)

[Seite 461] sehr jähzornig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πανόργῐλος: -ον, πάνυ ὀργίλος, Νείλου Ἐπιστ. σ. 155.

Greek Monolingual

-ον, Α
πάρα πολύ οργίλος, εξαγριωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ὀργίλος.