παράφορα

Greek (Liddell-Scott)

παράφορα: «παρατετραμμένα» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

(I)
επίρρ. βλ. παράφορος.
(II)
τά, Α
(κατά τον Ησύχ.) «παρατετραμμένα».