παραβλάστησις
English (LSJ)
-εως, ἡ, = παραβλάστη (sidegrowth, offshoot), Thphr. HP 5.1.8, 4.9.3.
German (Pape)
[Seite 472] ἡ, das Danebensprossen oder -wachsen, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
παραβλάστησις: ἡ, παραβλάστημα, Θεοφράστ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 1, 8.