παραδιαστολή

English (LSJ)

ἡ, in Rhet., putting together of dissimilar things, as a figure, Quint.Inst.9.3.65, Rutil.1.4, Isid.Etym.2.21.9.

German (Pape)

[Seite 476] ἡ, = παραδιάζευξις, rhetorische Figur, Quint. 9, 3.

Greek (Liddell-Scott)

παραδιαστολή: ἡ, σχῆμα ῥητορικὸν καθ’ ὃ δύο παρόμοια πράγματα ἀλλὰ διαφέροντα κατά τι παρατίθενται καὶ διακρίνονται ἀπ’ ἀλλήλων, Quintil. 9. 3, 65, Rutil. Lup. 1. 4.

Greek Monolingual

ἡ, Α
ρητορικό σχήμα κατά το οποίο παρατάσσονται ανόμοια πράγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + διαστολή.