παραλιακός
Greek Monolingual
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παραλία ή αυτός που βρίσκεται στην παραλία («παραλιακή πόλη»)
2. αυτός που εκτείνεται κατά μήκος της ακτής («παραλιακός δρόμος»).
επίρρ...
παραλιακώς και -ά
στην παραλία ή στα παράλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παραλία. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή].