παραχωρητέον

English (LSJ)

A one must give way, ἐν ὁδοῖς π. τινί X.Lac.9.5.
2 c. gen. et dat., one must give way in a thing to a person, τοῦ ἀκριβοῦς ἄλλοις Str.4.1.1.

Greek (Liddell-Scott)

παραχωρητέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ κάμῃ τόπον, ἐν ὁδοῖς π. τινὶ Ξεν. Λάκ. 9. 5. 2) μετὰ γεν. καὶ δοτ., πρέπει τις νὰ ὑποχωρήσῃ ἔν τινι πράγματι, εἴς τι πρόσωπον, Στράβ. 177· ἴδε παραχωρέω.

Greek Monotonic

παραχωρητέον: ρημ. επίθ., αυτός που πρέπει να υποχωρήσει, σε Ξεν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παραχωρητέον, adj. verb. van παραχωρέω, er moet afstand gedaan worden van, met gen.