πεζογραφία
English (LSJ)
ἡ, prose-writing, Eust.1753.29, Sch.E.Hec.581 (pl.)
German (Pape)
[Seite 542] ἡ, das Schreiben in Prosa, Eust. zu Od. 14, 105.
Greek Monolingual
η, ΝΜ πεζογράφος
η συγγραφή ενός έργου σε πεζό λόγο, ο πεζός λόγος, η πρόζα, σε αντιδιαστολή προς τον έμμετρο λόγο, την ποίηση
νεοελλ.
(περιληπτ.) το σύνολο τών πεζών λογοτεχνικών έργων χώρας ή εποχής («η νεοελληνική πεζογραφία»).