πολυκυτταρικός

Greek Monolingual

-ή, -ό, και πολυκύτταρος, η, -ο, Ν
βιολ. (για οργανισμό) αυτός που κατά τη διάρκεια του μεγαλύτερου μέρους του βιολογικού του κύκλου αποτελείται από πολλά, διαφοροποιημένα και αλληλεξαρτώμενα κύτταρα, τα οποία σχηματίζουν διαφοροποιημένους ιστούς και τα όργανα, όπως είναι τα μετάζωα, τα πολυκύτταρα φυτά και τα μετάφυτα.