ποτίταγμα

English (LSJ)

Doric for πρόσταγμα.

Greek (Liddell-Scott)

ποτίταγμα: τό, (= πρόσταγμα) Ἐπιγρ. Ἰασέων ἐν Hicks gr. hist. inscr. ἀρ. 182, στ. 55.

Greek Monolingual

-άγματος, τὸ, Α ποτιτάσσω
(δωρ. τ.) το πρόσταγμα.