προσαντέλλω

English (LSJ)

poet. for προσανατέλλω (q.v.).

German (Pape)

[Seite 750] poet. statt προσανατέλλω.

French (Bailly abrégé)

poét. c. προσανατέλλω.

Russian (Dvoretsky)

προσαντέλλω: Eur. = προσανατέλλω.

Greek (Liddell-Scott)

προσαντέλλω: ποιητ. ἀντὶ προσανατέλλω, Εὐρ.

Greek Monolingual

Α
(ποιητ. τ.) βλ. προσανατέλλω.