προσκέπασμα
Greek (Liddell-Scott)
προσκέπασμα: τό, προκάλυμμα, Κύριλλ. Ἱεροσ. σ. 191 (= 144).
Greek Monolingual
-άσματος, τὸ, Α
1. προκάλυμμα
2. προφυλακτικό σκέπασμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + σκέπασμα.
προσκέπασμα: τό, προκάλυμμα, Κύριλλ. Ἱεροσ. σ. 191 (= 144).
-άσματος, τὸ, Α
1. προκάλυμμα
2. προφυλακτικό σκέπασμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + σκέπασμα.