προσκαταμένω
From LSJ
μηδέν' ὀλβίζειν, πρὶν ἂν τέρμα τοῦ βίου περάσῃ μηδὲν ἀλγεινὸν παθών → Count no man blessed 'til he's passed the endpoint of his life without grievous suffering. (Sophocles, King Oedipus 1529f.)
English (LSJ)
remain at a place afterwards, αὐτόθι Hyp.Lyc. 17.
Greek (Liddell-Scott)
προσκαταμένω: διαμένω ἔν τινι τόπῳ προσέτι ἢ ἐπὶ πλέον, προσκατέμεινα δὲ αὐτόθι τὸν τρίτον ἐνιαυτὸν Ὑπερείδ. ὑπὲρ Λυκόφρ. [XIV], 17.
Greek Monolingual
Α
διαμένω, παραμένω επί πλέον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + καταμένω «διαμένω, παραμένω»].