προτιμότερος

From LSJ

Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)

Source

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
1. αυτός που προτιμάται περισσότερο, αυτός που είναι περισσότερο άξιος αποδοχής
2. (το ουδ. ως επίρρ.) προτιμότερο
καλύτερα («είναι προτιμότερο να φύγω αυτή τη στιγμή»).
επίρρ...
προτιμότερα Ν
κατά τρόπο προτιμότερο, καλύτερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρότιμος + κατάλ. -(ό)τερος του συγκριτ. βαθμού].