προτιμότερος
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
1. αυτός που προτιμάται περισσότερο, αυτός που είναι περισσότερο άξιος αποδοχής
2. (το ουδ. ως επίρρ.) προτιμότερο
καλύτερα («είναι προτιμότερο να φύγω αυτή τη στιγμή»).
επίρρ...
προτιμότερα Ν
κατά τρόπο προτιμότερο, καλύτερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρότιμος + κατάλ. -(ό)τερος του συγκριτ. βαθμού].