προὐξεπίσταμαι

English (LSJ)

contr. for προεξεπίσταμαι.

German (Pape)

[Seite 794] d. i. προεξεπ., vorher wissen, Aesch. Prom. 101. 701.

French (Bailly abrégé)

contr. de προεξεπίσταμαι.

Greek Monolingual

Α
βλ. προεξεπίσταμαι.